γαλλισμός

γαλλισμός
ο
1. η μίμηση γαλλικών τρόπων και συνηθειών
2. το να είναι κανείς φίλος τής Γαλλίας και τών Γάλλων
3. χαρακτηριστικός ιδιωματισμός τής γαλλικής γλώσσας
4. η χρησιμοποίηση τρόπων έκφρασης τής Γαλλικής σε μια ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γάλλος + (κατάλ.) -ισμός*, κατ' απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. gallicisme. Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδαμάντιο Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαλλισμός — ο 1. η μίμηση του γαλλικού τρόπου ζωής. 2. ιδιωματισμός της γαλλικής γλώσσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εβραϊσμός — ο 1. το να μιμείται κάποιος τους Εβραίους στους τρόπους, τα ήθη, να μιλάει τη γλώσσα τους, να τους συμπαθεί. 2. ιδιωματισμός της εβραϊκής γλώσσας (πρβλ. γαλλισμός). 3. το σύνολο των Εβραίων (πρβλ. ελληνισμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”